Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Εφυγε ένας ζωντανός μύθος του θεάτρου

 
«Θα προσπαθήσω να ζήσω πολύ για να σκηνοθετήσω ακόμα έναν Μολιέρο. Με τον πρώτο, με αποδοκίμασαν. Με τον δεύτερο, με απέλυσαν. Αισθάνομαι με τον Μολιέρο σαν αθλητής. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν με απέλυαν για δεύτερη φορά». Θα θυμόμαστε πάντοτε τον Γιούρι Λιουμπίμοφ, τον κορυφαίο Ρώσο σκηνοθέτη και ιδρυτή του μοσχοβίτικου θεάτρου «Ταγκάνκα», που έφυγε από τη ζωή προχθές, ήρεμα, στα 97 του χρόνια, να παραλαμβάνει σπινθηροβόλος σαν έφηβος το ειδικό βραβείο του 14ου Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου, τον Απρίλιο του 2011, στην Αγ. Πετρούπολη σε ένα από τα θέατρα-παλάτια, όπου ο Λένιν εκφωνούσε, το 1906, τις ομιλίες του. Το κοινό, μετά τη βράβευση, σηκώθηκε όρθιο και επευφημούσε για ώρα τον κορυφαίο δάσκαλο της θεατρικής τέχνης σε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη συγκινησιακά. Ο Λιουμπίμοφ παρέμεινε ένας ζωντανός μύθος σε όλη τη ζωή του ακόμα και για τη γενέτειρά του.
   
Η επίσημη ανακοίνωση του ρωσικού κράτους, μετά την είδηση του θανάτου του, ήταν «θα ήταν λίγο ό,τι και να πει κανείς για το ρόλο που έπαιξε ο Γ.Λ. στην εξέλιξη του σύγχρονου ρωσικού θεάτρου». Στο παρελθόν, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει δηλώσει ότι «οι παραστάσεις του οδήγησαν τη Ρωσία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Κι όμως, στην ίδια τιμητική εκδήλωση στην Αγ. Πετρούπολη, το 2011, δεν δίστασε να πει ο μέγιστος θεατράνθρωπος, ο οποίος υπήρξε επίτιμος κάτοικος σε δεκάδες πόλεις της υφηλίου ενώ του είχε αφαιρεθεί η σοβιετική υπηκοότητα το 1983: «Ακόμα είμαστε άρρωστοι από τον κομμουνισμό. Οι νέοι εξουσιαστές μας ξέρουν ότι υποφέρουμε ακόμα από το παρελθόν μας. Είναι δύσκολο να προχωρήσουμε μπροστά».
Οξυδερκής, ευθύς, με διαυγές γαλάζιο βλέμμα, δεν χαριζόταν όχι μόνο στις πολιτικές και στις ηγεσίες της χώρας του αλλά ούτε στους ηθοποιούς του, οι οποίοι το 2011 τον έτρεψαν στην κυριολεξία σε φυγή από το θέατρο «Ταγκάνκα» που ίδρυσε και το οποίο έγινε σημείο αναφοράς διεθνώς, φέροντας συγκεκριμένο καλλιτεχνικό και πολιτικό στίγμα και συνδέοντας, χωρίς στεγανά, το ρεαλισμό με τον εξπρεσιονισμό και τη διδασκαλία του Στανισλάβσκι με τις διδαχές του Μέγερχολντ. «Μπορεί να μάζεψαν οι ηθοποιοί τα λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής μου στη Ρωσία και στο "Ταγκάνκα", μετά την περεστρόικα, αλλά καλοί άνθρωποι δεν είναι» είχε τολμήσει να πει ενώπιον πρωταγωνιστών του το 2011. «Δεν θα πω ότι μισώ τους ηθοποιούς, αλλά τους βαρέθηκα. Εχω πικρή γεύση». Λίγους μήνες μετά, αποχωρούσε οριστικά απ' το «Ταγκάνκα», κατηγορώντας τους ανοικτά για φιλοχρηματία επειδή πίεζαν με αποχή αν δεν γίνονταν αυξήσεις των μισθών τους. Τελικά, τις αυξήσεις τις πλήρωσε ο Λιουμπίμοφ απ' την τσέπη του, αλλά έκλεισε πίσω την πόρτα του θεάτρου οριστικά.
Ο «Αμλετ» του, με τον  Βλαντίμιρ Βισότσκι, θεωρείται ένα από τα επιτεύγματα του σύγχρονου ρωσικού πολιτισμού Ο «Αμλετ» του, με τον Βλαντίμιρ Βισότσκι, θεωρείται ένα από τα επιτεύγματα του σύγχρονου ρωσικού πολιτισμού Τιτάνας της θεατρικής πράξης, που δεν μίλησε, ούτε καν στο Λονδίνο, άλλη γλώσσα εκτός απ' τα ρωσικά, παραδόξως δεν ξεκίνησε τη ζωή του με το θέατρο, αλλά με σπουδές στο Ινστιτούτο Ενέργειας. Το 1934 περνά το κατώφλι του Δεύτερου Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας του Μιχαήλ Τσέχοφ, ανιψιού του Αντόν. Την περίοδο αυτή ο Λιουμπίμοφ γνωρίζει τον Μέγερχολντ και τον Σοστακόβιτς. Η διασκευή του πάνω στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» ήταν η στιγμή ορόσημο. Η παράσταση αποθεώθηκε από το κοινό, αλλά σόκαρε το κατεστημένο. Την επόμενη χρονιά ιδρύει το «Ταγκάνκα». Διασκεύασε πολύ τους Ρώσους κλασικούς, αλλά λάτρεψε τον Σέξπιρ (ο «Αμλετ» του, με τον Βλαντίμιρ Βισότσκι, θεωρείται ένα από τα επιτεύγματα του ρωσικού θεάτρου) και τους Ελληνες τραγικούς. Η τελευταία του παράσταση ήταν ο «Πρίγκιπας Ιγκόρ» του Μποροντίν στο θέατρο Μπολσόι. Στις πρόσφατες δουλειές του συγκαταλέγεται η εμφάνισή του ως Στάλιν, το 1998, στο αυτοβιογραφικό έργο του Σολζενίτσιν «Sha-rashka», η νέα επεξεργασία της περίφημης εκδοχής του πάνω στον «Δόκτορα Ζιβάγκο», το 2001, μαζί με τη νέα προσέγγισή του πάνω στον «Φάουστ» του Γκέτε, το 2002.
Ο Λιουμπίμοφ, ανάρπαστος στη Δύση -ενδεχομένως είναι ο Ρώσος σκηνοθέτης με τη μεγαλύτερης διάρκειας επιρροή διεθνώς, σκηνοθετώντας στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στο Ισραήλ, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία κ.ά.-, αγαπήθηκε και απ' το ελληνικό κοινό ήδη από την πρώτη παράσταση που μας έφερε (τις «Τρεις Αδελφές», αρχές του '80). Ακολούθησε η «Ηλέκτρα», με τη συγκλονιστική Αλα Ντεμίτοβα το 1992, και οι συνεργασίες του με την Κάτια Δανδουλάκη για το «Γλάρο», το «Βυσσινόκηπο» και τους «Δανειστές». Το 1995 έφερε τη «Μήδειά» του στη Διεθνή Ολυμπιάδα της Αθήνας. Το 2001 μάς επισκέφτηκε ξανά στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών με τη «Μύηση του Σωκράτη». Το 2011 παραλίγο να ξαναέρθει (και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη) με την «Αντιγόνη» του, αλλά η ρήξη του με το προσωπικό του «Ταγκάνκα» δεν το επέτρεψε.
«Στο θέατρο της Κάτιας Δανδουλάκη υπήρξε ένας καλός ηθοποιός. Ο Πέτρος Φυσσούν» θυμόταν σε συνέντευξη που μας παραχώρησε για την «Ε» τον Μάιο του 2011. Στην ίδια συνομιλία ξεκαθάριζε ότι «ο ερμηνευτής του αρχαίου δράματος πρέπει να έχει καλή φωνή, να ξέρει να αφουγκράζεται τη μουσική "γραμμή" που δημιουργείται και συνάμα να έχει αίσθηση του σύγχρονου κόσμου, επειδή σήμερα ο κόσμος είναι τραγικός, όπως τον παρουσιάζουν οι ελληνικές τραγωδίες. Τα ζητήματα τίθενται στις τραγωδίες με οξύτητα: ζωή ή θάνατος; Για παράδειγμα, θα επιζήσει ο πλανήτης ή θα πεθάνει; Μάλλον γι' αυτό το λόγο η "μεγάλη" δραματουργία, όπως των τραγικών, θα είναι πάντα αναγκαία».
Δεν αρνιόταν ότι «ο σκηνοθέτης και ο καλλιτεχνικός διευθυντής ενός θεάτρου είναι δικτάτορας. Πρέπει να είναι δυνατός για να αντέξει τις πιέσεις. Μισώ το σκηνοθέτη πίσω από την κουρτίνα, που κάνει ό,τι του λένε οι ηθοποιοί».
«Ας θυμηθούμε τη δύναμη του πολιτισμού μας» μας ενθάρρυνε στην Αγία Πετρούπολη, χαρακτηρίζοντας «καλύτερη» την αδιαφορία της πολιτείας παρά τον «έλεγχό της».
Στο πρόσωπό του δεν συμπυκνώνεται μόνο ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του σύγχρονου θεάτρου αλλά και ένας αιώνας της σύγχρονης ιστορίας της Σοβιετικής Ενωσης και της Ρωσίας (υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, στον Κόκκινο Στρατό και στις μυστικές υπηρεσίες NKVD). Η κηδεία του θα γίνει αύριο στο θέατρο-κοιτίδα που τον ανέδειξε, το «Βαχτάγκοφ», στη Μόσχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου