«Όταν η ψυχή βράζει, το πνεύμα
υποχωρεί» υπογραμμίζει ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, στο εξαιρετικό βιβλίο του
‘Φωτιά & Τσεκούρι’, προσπαθώντας να αναλύσει το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων
ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, λίγο πριν ξεσπάσει η τρίτη, και πιο
αιματηρή, φάση του Εμφυλίου. Η συγκεκριμένη φράση ταιριάζει «γάντι» και στη
δοκιμαζόμενη ελληνική κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση υπό τη
δαμόκλειο σπάθη της κρίσης, αλλά και του λαϊκισμού. Έτσι, λοιπόν, το ειδικό
γίνεται γενικό, και το άτομο κρίνεται όχι από τη συμπεριφορά του, αλλά από την
τάξη που αντιπροσωπεύει. Και ποιος δεν έχει ακούσει ότι «όλοι οι δημόσιοι
υπάλληλοι είναι τεμπέληδες», «όλοι οι εφοριακοί είναι κλέφτες», «όλοι οι
γιατροί ζητούν φακελάκι», «όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες». Αυτή η γενικευμένη
κατηγορία αδικεί τόσο αυτούς που την εκφράζουν όσο και εκείνους στους οποίους
απευθύνεται.
Το συγκεκριμένο άρθρο
προσεγγίζει, από μία άλλη σκοπιά, το ζήτημα των αναδρομικών των βουλευτών, που
όπως ορίζει το Σύνταγμα η αποζημίωση τους είναι ίση με το μισθό του ανώτατου
δικαστή.
Η διαδικασία της προσφυγής, πέρα
από κάθε αμφιβολία, είναι νόμιμη, είναι όμως και ηθική; Η απάντηση του
ερωτήματος εμπεριέχει δύο όψεις. Είπαμε, είναι άδικο «να ράβεις ένα κουστούμι
για όλους».
Κατά παράβαση
του Συντάγματος, από το 2006 και μετά, οι δικαστές λαμβάνουν υψηλότερο μισθό
από τους βουλευτές. Κάτι που δεν είναι νόμιμο, πόσο μάλλον ηθικό. Όταν η
εναρμόνιση της εξίσωσης του μισθού βουλευτή – δικαστή γινόταν αυτομάτως, δεν
υπήρχε κανένα πρόβλημα. Μετά το διαχωρισμό, οι βουλευτές άσκησαν προσφυγές στη
δικαιοσύνη τα έτη 2007 και 2008. Έπρεπε οι βουλευτές να ασκήσουν το νομικό τους
δικαίωμα και να ζητήσουν αναδρομικά;
Αν πρόκειται
για βουλευτές που είναι πλούσιοι ή γόνοι μεγάλων οικογενειών ή διαπλέκονται και
έχουν άδηλους και αδικαιολόγητους πόρους η απάντηση είναι ΟΧΙ. Τέτοιου είδους βουλευτές δεν χρειάζονται καθόλου τη βουλευτική αποζημίωση. Για τους άλλους βουλευτές η
απάντηση είναι ΝΑΙ, εφόσον για να
υπηρετήσουν το θεσμό χρειάζονται
απαραιτήτως τη βουλευτική αποζημίωση. Άλλωστε όλοι γνωρίζουν ότι κανείς
πολιτικός δεν έγινε πλούσιος από αυτή.
Ένας βουλευτής π.χ.
που είχε ένα επάγγελμα το οποίο αναγκάστηκε να αφήσει και δεν έχει άλλους
οικονομικούς πόρους πως θα ασκήσει τα καθήκοντά του όταν δεν λαμβάνει τη
βουλευτική αποζημίωση; Πώς θα επιβιώνει και πως θα πληρώνει τα έξοδα
λειτουργίας της βουλευτικής δραστηριότητας; Μήπως με τον τρόπο αυτό
απομένουν να εκλέγονται βουλευτές μόνο πλούσιοι,
«αριστοκράτες», κλέφτες και
διαπλεκόμενοι;
Μήπως στόχος
είναι να μην υπάρχουν βουλευτές από τα μεσαία και χαμηλά στρώματα της ελληνικής
κοινωνίας;
Αν αυτή είναι η
επιλογή του λαού τότε δικαίωμά του. Θεωρώ όμως ότι είναι επιλογή ενός
«συστήματος εξουσίας» που με τα Μ.Μ.Ε,. που το υπηρετούν, εκμεταλλεύεται το
συναίσθημα των λαϊκών μαζών, που υποφέρουν, προτρέποντάς τους ουσιαστικά να αποκλείσουν από την συμμετοχή στην πολιτική
τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους εφόσον δεν έχουν τους οικονομικούς πόρους για
να το επιχειρήσουν .
Αυτός είναι ο
λόγος που ούτε ένα Μ.Μ.Ε. δεν κατηγορεί τους δικαστές για την αμοιβή που
λαμβάνουν, ενώ με χυδαίους χαρακτηρισμούς κατηγορεί
τους βουλευτές που δεν την έχουν λάβει, αλλά τόλμησαν να προσφύγουν στη
δικαιοσύνη για να τη ζητήσουν, παρουσιάζοντάς τους συλλήβδην περίπου ως
απατεώνες. Γιατί άραγε κανένα κανάλι και κανένας δημοσιογράφος δεν ζητά από
τους δικαστές να επιστρέψουν τα χρήματα που παίρνουν πάνω από τη σημερινή
βουλευτική αποζημίωση έτσι ώστε να μην υπάρχει παραβίαση του συντάγματος και του
νόμου;
Αντιλαμβάνομαι ότι
σ’ αυτό το καθεστώς ανθρωποφαγίας πολλοί βουλευτές δηλώνουν ότι «αν επιδικαστούν τα χρήματα δεν
θα τα πάρουν αλλά θα τα δώσουν στους φτωχούς». Επειδή κανείς δεν θα τα πάρει
γιατί απλά δεν θα δοθούν σύμφωνα με τις δηλώσεις Προέδρου της Βουλής εφ’ όσον
μεσολάβησε η οικονομική κρίση, κανείς δεν
μπορεί να δώσει αυτά που δεν θα πάρει.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο
σημαντικότερο ζήτημα. Ζητάμε από τους βουλευτές, την νομοθετική εξουσία δηλαδή,
να μην εφαρμόσει ή να μην κάνει χρήση ενός συγκεκριμένου νόμου, που ορίζει την
αποζημίωση. Αυτό είναι όχι μόνο λάθος, αλλά και επικίνδυνο. Το Σύνταγμα δεν
είναι μπακαλόχαρτο να χρησιμοποιείται επιλεκτικά. Τέτοιες αντιλήψεις πρέπει να
εκλείψουν όσο είναι νωρίς, γιατί τροφοδοτούν με καύσιμα τα πιθανά παράκεντρα
που επιδιώκουν την εκτροπή.
Το θέμα συνεπώς
που τίθεται είναι ότι χρειάζεται ένα άλλο μοντέλο βουλευτή με προσδιορισμένη
λειτουργία ίδια για όλους. Να μην υπάρχουν δηλαδή βουλευτές δύο ταχυτήτων. Οι
έχοντες και λειτουργούντες με άνεση, εκ του ασφαλούς, και οι μη έχοντες. Αυτό
το νέο μοντέλο θα πρέπει η κοινωνία να απαιτήσει γιατί μόνο έτσι θα γίνει
ουσιαστική και αποτελεσματική η λειτουργία του θεσμού.
Πρέπει δηλαδή
να εξασφαλιστούν:
- Εκλογή χωρίς παχυλούς προϋπολογισμούς
προεκλογικού αγώνα
- Ίση σε χρόνο για όλους τους Βουλευτές και καθ’
όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου δωρεάν
παρουσίας στα Μ.Μ.Ε.
- Βουλευτική αποζημίωση προσδιορισμένη για ίση
λειτουργία όλων με ποινή απώλειας της έδρας αν κάποιος ξοδεύει περισσότερα που
δεν καλύπτονται από το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης
- Ουσιαστικός έλεγχος του «πόθεν έσχες» και
παραδειγματικές ποινές σε όσους δεν μπορούν να το δικαιολογήσουν.
Αυτή θεωρώ ότι
είναι η έντιμη αλλά και ρεαλιστική αντίληψη για την ενασχόληση με τη πολιτική.
Ανέντιμο, ανήθικο, αλλά κυρίως επικίνδυνο είναι το να ασκούν κριτική σε
συναδέλφους τους, πρώην και νυν, βουλευτές που άσκησαν κυβερνητική εξουσία, και
ελέγχονται για διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
Τέτοιες κινήσεις ρίχνουν νερό στο
μύλο του λαϊκισμού και δεν συμβάλλουν στην αποκατάσταση του πολιτικού και
αξιακού μας συστήματος, ενώ ταυτόχρονα διαιωνίζουν τα «τζάκια», την διαπλοκή
και τις υπόγειες διαδρομές του μαύρου χρήματος.
Γιάννης
Μανώλης
Υποψήφιος
δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου